καλλίπυργος

καλλίπυργος
καλλίπυργος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει ωραίους πύργους («καλλίπυργον ἄστυ Θηβαίας χθονός», Ευρ.)
2. φρ. «καλλίπυργος σοφία» — η υψηλή, η εξέχουσα σοφία («καλλίπυργον σοφίαν κλεινοτάτην ἐπασκῶν», Αριστοφ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καλλίπυργος — with beautiful towers masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλίπυργον — καλλίπυργος with beautiful towers masc/fem acc sg καλλίπυργος with beautiful towers neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλιπύργου — καλλίπυργος with beautiful towers masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλιπύργων — καλλίπυργος with beautiful towers masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλίπυργα — καλλίπυργος with beautiful towers neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλ(ι)- — (Μ καλλ[ι] ) α συνθετικό με το οποίο εμφανίζεται το επίθ. καλός σε πολλές λ. κυρίως τής Αρχαίας Ελληνικής, ενώ στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται συχνότερα το καλ(ο) *. Το καλλ(ι) εμφανίζει αναδιπλασιασμένο λ , η ερμηνεία τού οποίου είναι αβέβαιη.… …   Dictionary of Greek

  • καλλιπύργωτος — καλλιπύργωτος, ον (Α) ο καλλίπυργος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + πυργωτός (< πυργῶ)] …   Dictionary of Greek

  • πύργος — Με τη λέξη πύργος εννοούμε γενικά ένα κτίριο στο οποίο χαρακτηριστικά υπερέχει η διάσταση του ύψους και το οποίο, συγχρόνως, έχει ένα γενικά κλειστό, αυστηρό και έντονα αμυντικό χαρακτήρα. Aυτή η μορφή κτιρίου, ή κατασκευής γενικότερα, έχει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”